οφθαλμοπορνεία

οφθαλμοπορνεία
η
λάγνα επιθυμία που εκδηλώνεται με το βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + πορνεία].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • οφθαλμοπόρνος — ο, η αυτός που ασκεί οφθαλμοπορνεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < οφθαλμός + πόρνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Βρεττανικός Αστήρ] …   Dictionary of Greek

  • οφθαλμός — Το μάτι (βλ. λ.). (Βοτ.) Στη βοτανική ορολογία, η λέξη ο. χρησιμοποιείται κυρίως στα επιστημονικά συγγράμματα. Πρόκειται για όργανο συνήθως κωνικό, που βρίσκεται στην κορυφή των βλαστών και των κλάδων, καθώς επίσης και στις μασχάλες των φύλλων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”